- κεφαλισμός
- κεφᾰλ-ισμός, ὁ,A multiplication table of single numbers from one to ten, Arist.Top.163b25 (pl.), cf. Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλισμός — κεφαλισμός, ὁ (Α) [κεφαλή] ο πίνακας τού πολλαπλασιασμού από το ένα μέχρι το δέκα («ἐν γεωμετρίᾳ πρό ἔργου τό περί τά στοιχεῑα γεγυμνάσθαι, καί ἐν ἀριθμοῑς το περί τους κεφαλισμούς προχείρως ἔχειν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κεφαλισμός — multiplication table of single numbers from one to ten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλισμούς — κεφαλισμός multiplication table of single numbers from one to ten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)